- κρανιοπλαστική
- και κρανιοπλαστία, ηιατρ. μεταμόσχευση οστεοπεριοστικού κρημνού σε έλλειμμα τής κρανιακής κάψας για διευκόλυνση τού σχηματισμού οστίτη ιστού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cranioplastie < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + -plastie (< πλαστία < -πλαστος < πλάσσω)].
Dictionary of Greek. 2013.